σκυλοβρίζω

σκυλοβρίζω
μετ. облаять, обругать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σκυλοβρίζω" в других словарях:

  • σκυλοβρίζω — σκυλοβρίζω, σκυλόβρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκυλοβρίζω — Ν βρίζω με χυδαίο τρόπο κάποιον εξευτελίζοντάς τον σαν να είναι σκυλί …   Dictionary of Greek

  • σκυλοβρίζω — σκυλόβρισα, σκυλοβρίστηκα, βρίζω πολύ χυδαία κάποιον: Τον σκυλόβρισε και τον έδιωξε αμέσως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυλόβρισμα — το, Ν [σκυλοβρίζω] χυδαίο και εξευτελιστικό βρίσιμο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»